Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011


Κανένας δεν έχει χρόνο για κανέναν πια.
Μοιάζει αλήθεια τρομακτικό στα μάτια μας να βαδίζουμε σε ένα δρόμο μόνοι..
Για την ακρίβεια περικυκλωμένοι απο έναν περίγυρω που τάχα μας αγαπάει,που τάχα θα στεκόταν δίπλα μας, συνοδοιπόροι στην ευτυχία.
Όταν έρχεται η δυστυχία όμως?Να σου πω? Ή μήπως σε τρομάξω πάλι?
Τοτε την κάνουν με ελαφρά..
Ολοι αυτοί που σιγά σιγά πίστευες για δικόύς σου ανθρώπους καταλήγουν σε μία ουτοποιία που έχεις φτιάξει ο ίδιος απο φόβο μην μείνεις ακόμα πιο μόνος...
Γιατί δεν προσπαθύμε να γίνουμε πρώτα άνθρωποι και μετά σωστοί και άξιοι επαγγελματίες,καλόι σπουδαστές ή αναγνωρισμένοι στον κλάδο μας?
Γιατί δεν φερόμαστε πάντα αυθόρμητα και δεν ουρλάζουμε αυτά που νιώθουμε?
Γιατί έχουμε ξεχάσει να είμαστε παιδιά?
Γιατί το κάναμε αυτό το έγκλημα? Γιατί?
Κι απάντηση ποτέ δεν πήρα..
Κι εκέινος ο άντρας εκεί που ασπρίζουν τα μαλλιά του απο την αγωνία για την απόκτηση υλικών αγαθών δεν απαντάει,γυρνάει το βλέμμα του αλλού κι προσπερνάει..
Την ίδια ώρα που τα μαλλιά εκείνου του νέου απέναντι ασπρίζουν γιατί κοιμάται πέντε ώρες την ημέρα,κάνει τρείς δουλειές κι όμως έχει χρόνο να σου πει "Θέλω να μάθω τι κάνεις"
Εθελοντικά σκοτώνουμε καθημερινά την θέληση!
Αυτοκτονεί η ανθρωπιά μας,όση έχει απομείνει δηλαδή
Έχουμε πάψει να πιστεύουμε τους ανθρώπους!
Δεν δικαιολογούμε τίποτα, δεν συγχωρούμε τίποτα!
Παρωπίδες στα μάτια και η ταμπέλα "Εγώ και ο εαυτός μου" πάντα μπροστά!
Μαχαίρι στην καρδιά μου τα λόγια του Σβάιστερ..
"Είμαστε τόσο σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο κι όμως πεθαίνουμε από μοναξιά!"
Κι ακόμα ματώνω...

 Υ.Γ1 Επηρεασμένη απο την παραπάνω φωτογραφία

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Επέτειος-Ντίνος Χριστιανόπουλος

"Βουνό με βουνό δε σμίγει'', λένε στο στρατό,
''άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει''
όμως πέρασαν τρία χρόνια κι ακόμα να σμίξουμε
και Κύριος οίδε τί θα γίνει τώρα που μπαίνουμε στον τέταρτο.

Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα έχω μαλώματα με την καρδιά μου.
''Καρδιά μου", της λέω,"κάνε κι εσύ μια υποχώρηση
υπάρχει τόση ομορφιά σ'αυτό τον κόσμο,
υπάρχουν τόσα σαββατόβραδα για γλέντι,
επιτέλους δε χάθηκαν οι ευκαιρίες για προσήλωση''.
"Δεν ξέρεις τί ζητάς", μου αποκρίνεται,
"σε χάλασαν οι τόσες διαψεύσεις,
σ'έκανε εύκολο η απελπισία,
έπαψες να πιστεύεις πια στον έρωτα : σε κλαίω".

Δεν ξέρω τί της έκανες αυτής της καρδιάς
και ξημεροβραδιάζεται με τ'όνομά σου
όμως εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος,
η σάρκα μου πεινάει, θέλει να φάει,
το αίμα μου κρυώνει, θέλει να ζεσταθεί.

Να φύγεις απ'τη μνήμη μου και την καρδιά μου.